- φαρμακώνω
- φαρμακῶ, -όω, ΝΑ [φάρμακο(ν]δίνω σε κάποιον φαρμάκι και προκαλώ τον θάνατό του, δηλητηριάζωνεοελλ.1. ενεργώ ή συντελώ στο να αισθανθεί κάποιος πικρή γεύση («με τον καφέ που μού 'φτειαξες, μέ φαρμάκωσες»)2. μτφ. επιφέρω σε κάποιον ψυχική πικρία, τόν θλίβω, τον καταστενοχωρώ («μέ φαρμάκωσες με όσα είπες»)3. (αμτβ.) α) τρώγω κάτι κρυφά και καθ' υπερβολήνβ) (το β' εν. και το β΄ πληθ. πρόσ. προστ. αορ.) φαρμάκωσε και φαρμακώστε(ως υβριστική φρ.) (σχετικά με έδεσμα ή ποτό) φάε ή πιες («άντε φαρμάκωσε να τελειώνουμε»)αρχ.1. αναμιγνύω κάτι με φάρμακο2. παθ. φαρμακοῡμαι, -όομαια) μαγεύομαι, γοητεύομαιβ) (για βέλος) εμβαπτίζομαι σε δηλητήριο.
Dictionary of Greek. 2013.